Ο πόθος, λοιπόν, και το χειρότερο: η ανάγκη
Κι από την άλλη μέρα είδα την πόρτα της ζωής ν'ανοίγει και να με τραβάει πάλι μέσα...
...Φεύγοντας τα πήρες όλα μαζί σου και μ'άφησες πίσω μ'αυτή που δεν ήμουνα σαν αποφόρι. Θα'πρεπε να ξαναμάθω τη ζωή. Να ξαναμάθω το θάνατο. Τη μουσική. Τίποτα δεν είχε σχέση καμιά με το χθες. Ούτε εγώ σχέση καμιά με μένα. Όλα μετονομάσθηκαν. Έχασα ό,τι ξέρω. Θα μ'αναγνωρίζουν όσοι με γνώριζαν; Πώς θα συνομιλώ με τους άλλους; Δεν είχα πια όνομα, είχα όμως το όνομά σου.
Μέσα στη ζωή.
Μετά από αιώνες στην έρημο και στη βαβέλ, στην άγονη έρημο και στους τυφλούς τοίχους. Η υγεία πονάει πολύ, άμα έχεις κάνει αιώνες άρρωστος. Σ'ευχαριστώ που με πέρασες από την Ωραία Πύλη της ανατροπής μου. Χάρη σ'εσένα κέρδισα τη μεγαλοψυχία που νιώθουμε όταν αδιαφορούμε. Με όλους μεγαλόψυχη, επιεικής σαν απόμακρη, ελεύθερη από απαιτήσεις μια και όλες έγιναν η ανάγκη η δική σου. Η μόνη και η κύρια και δεν χρειάζομαι άλλο τα άλλοθι...
...Πήρες τα μισητά ουρλιαχτά μου, τα βουβά, και τα έκανες μουσική, όλη να αντηχώ στις ηλεκτρικές νύχτες, δίκαιη, αρμονική, πειστική. Να μη ντρέπομαι. Να μπορώ να μ'αγαπάω.
"Γίνονται αυτά με δυο μόνο συναντήσεις; Γίνεται σ'ένα απόγευμα μια αναγέννηση;" ρωτούσα κατάπληκτη κάποιον φίλο που γνωρίζει απ'τον μυστικισμό της αγάπης.
"Και σε μια ώρα, και σε ένα λεπτό γίνεται η Συνάντηση".
"Και μπορεί να διαρκέσει για πολύ;"
"Και για πάντα".
Η μόνη λύση είναι ο έρωτας, έγραφε εκείνος ο ποιητής που μελετούσε άγρυπνος των ονείρων την παράλογη ελευθερία. Ο έρωτας που δεν νικιέται από τίποτα. Αδύνατον να τον διώξεις άμα σε κυριεύσει, αδύνατον να τον κυριεύσεις άμα σε αγνοεί. Δεν κυνηγιέται, δεν κερδίζεται, δεν ξεφεύγεις με τίποτα άμα σε διαλέξει. Σ'αφήνει, μα δεν τον αφήνεις. Στο μαρτύριο του ανεξέλεγκτου, στην ανασφάλεια την εξευτελιστική, στην αγωνία των σπλάχνων και της αναπνοής, το μόνο κέρδος: η Γλύκα. Η λιγωμένη γλύκα που και με το θάνατο αγοράζουνε όσοι θυμούνται πως την γεύτηκαν. Γι'αυτή σου λέω και μου λες.
Το μόνο κέρδος: η Προσδοκία. Η ζωοδότρα προσδοκία πως τώρα όμως θα συμβεί η Ένωση. Πως τώρα όμως δεν θα είμαι άλλο μόνη.
Πώς σε μια βραδιά ένας άγνωστος ξένος γίνεται ό,τι πιο δικό σου έχεις;...
...Πάντα γοητευόμαστε ν'αναπολούμε την πρώτη πρώτη στιγμή που σηκώσαμε τα μάτια και πρωτοκοιτάξαμε, αθώα και παρθένα και ανήξερα, εκείνον που πρωτοερχόταν εν αγνοία του, εν αγνοία μας, να διαρρήξει για παντοτινά πια, για μελλοντικά και για αναδρομικά, εκείνο που μέχρι τότε ονομάζαμε: η ζωή μου. Επιθυμούμε εκ των υστέρων να εντοπίζουμε σημάδια για το μελλοντικό, για ό,τι επακολούθησε αναζητάμε έννοιες και οιωνούς συμπηκνωμένους στο ανύποπτο και στο στιγμιαίο. Το πώς τα δραματικά της ζωής μας βρίσκονται γραμμένα κάπου, κάπως, συμβολικά, με κώδικες άγνωστους έστω, αλλά κάπως, είναι απ'τους πιο θελκτικούς μύθους μας που δεν σταματάμε να ποτίζουμε. Τα σημαντικά μας να είναι γεμάτα σημαδιακά επιθυμούμε, να προειδοποιούν την επιπόλαιη, απρόσεκτη ψυχή μας, να έχουμε λάβει προαγγελίες κι ας μην το καταλάβαμε όταν έπρεπε. Γυρεύουμε να θυμηθούμε τι ονειρευτήκαμε την προηγούμενη νύχτα. Να συνδυάζουμε. Δεν το αντέχουμε να είμαστε εντελώς παραπεταμένοι. Απόλυτα εκτεθειμένοι σε μια βάρβαρη σύμπτωση. Προτιμότερο χίλιες φορές ένα πεπρωμένο σκληρό παρά μια ευνοική τυχαιότητα. Γινόμαστε αβάσταχτα ασήμαντοι αλλιώς..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου